ἀκουσιάζομαι

ἀκουσιάζομαι
ἀκουσ-ιάζομαι [pron. full] [ᾱκ], in [tense] aor. 1 [voice] Pass.,
A sin through ignorance, LXX Nu.15.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακουσιάζομαι — ἀκουσιάζομαι (Α) [ἀκούσιος] αμαρτάνω από άγνοια, χωρίς να τό θέλω, ακούσια …   Dictionary of Greek

  • ακούσιος — α, ο (Α ἀκούσιος, ον) 1. αυτός που γίνεται από κάποιον παρά τη θέλησή του, αθέλητος, αναγκαστικός 2. (για πλημμελήματα) αυτός που γίνεται χωρίς πρόθεση, αθέλητος, απρομελέτητος 3. (για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ԱԿԱՄԱՅԱՆԱՄ — ( ) NBH 1 0021 Chronological Sequence: Early classical ԱԿԱՄԱՅԱՆԱԼ կամ ԱԿԱՄԱՅԻԼ ἁκουσιάζομαι involuntarie ago Ակամայ սխալել. յակամայս բերիլ ʼի յանցանս ինչ. *Քաւեսցէ քահանայն ʼի վերայ անձին ակամայացելոյ (կամ ակամայեցելոյ). Թուոց. ՟Ժ՟Ե. 28 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱԿԱՄԱՅԻՄ — ( ) NBH 1 0021 Chronological Sequence: Early classical ԱԿԱՄԱՅԱՆԱԼ կամ ԱԿԱՄԱՅԻԼ ἁκουσιάζομαι involuntarie ago Ակամայ սխալել. յակամայս բերիլ ʼի յանցանս ինչ. *Քաւեսցէ քահանայն ʼի վերայ անձին ակամայացելոյ (կամ ակամայեցելոյ). Թուոց. ՟Ժ՟Ե. 28 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀκουσιαζόμενος — ἀ̱κουσιαζόμενος , ἀκουσιάζομαι sin through ignorance pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσιασθείσης — ἀ̱κουσιασθείσης , ἀκουσιάζομαι sin through ignorance aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”